Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολύπλαγκτος
πολύπτυχος
πολύπυρος
πολύρρην
πολύρρηνος
πολύς
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
πολυτρήρων
πολύτρητος
πολύτροπος
πολυφάρμακος
πολύφημος
πολύφλοισβος
View word page
πολυστάφυλος
-ον
[πολυ-, πολύς + σταφυλή.]
ShortDef
rich in grapes
Debugging
Headword:
πολυστάφυλος
Headword (normalized):
πολυστάφυλος
Headword (normalized/stripped):
πολυσταφυλος
IDX:
7931
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7932
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + σταφυλή.]</p>'}