Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολυμήχανος
πολυμνήστη
πολύμυθος
πολυπαίπαλος
πολυπάμων
πολυπενθής
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολύπλαγκτος
πολύπτυχος
πολύπυρος
πολύρρην
πολύρρηνος
πολύς
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
πολύτλητος
View word page
πολύπυρος

-ον

[πολυ-, πολύς + πυρός.]

ShortDef

rich in grain
full of fire

Debugging

Headword:
πολύπυρος
Headword (normalized):
πολύπυρος
Headword (normalized/stripped):
πολυπυρος
IDX:
7925
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7926
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + πυρός.]</p>'}