Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμνήστη
πολύμυθος
πολυπαίπαλος
πολυπάμων
πολυπενθής
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολύπλαγκτος
πολύπτυχος
πολύπυρος
πολύρρην
πολύρρηνος
πολύς
πολύσκαρθμος
πολυσπερής
πολυστάφυλος
πολύστονος
πολύτλας
πολυτλήμων
View word page
πολύπτυχος
-ον
[πολυ-, πολύς + πτυχ-, πτύξ.]
ShortDef
of or with many folds; (mountains) with many valleys
Debugging
Headword:
πολύπτυχος
Headword (normalized):
πολύπτυχος
Headword (normalized/stripped):
πολυπτυχος
IDX:
7924
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7925
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + πτυχ-, πτύξ.]</p>'}