Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολυκτήμων
πολυλήϊος
πολύλλιστος
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμνήστη
πολύμυθος
πολυπαίπαλος
πολυπάμων
πολυπενθής
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολύπλαγκτος
πολύπτυχος
πολύπυρος
πολύρρην
πολύρρηνος
πολύς
πολύσκαρθμος
View word page
πολυπάμων
-ονος
[πολυ-, πολύς + πάομαι, to acquire.]
Of many possessions, wealthy Il. 4.433.
ShortDef
exceeding wealthy
Debugging
Headword:
πολυπάμων
Headword (normalized):
πολυπάμων
Headword (normalized/stripped):
πολυπαμων
IDX:
7919
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7920
Key:
Data
{'content': '<p>-ονος</p> <p>[πολυ-, πολύς + πάομαι, to acquire.]</p> <p>Of many possessions, wealthy Il. 4.433.</p>'}