Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολυκοιρανίη
πολυκτήμων
πολυλήϊος
πολύλλιστος
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμνήστη
πολύμυθος
πολυπαίπαλος
πολυπάμων
πολυπενθής
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολύπλαγκτος
πολύπτυχος
πολύπυρος
πολύρρην
πολύρρηνος
πολύς
View word page
πολυπαίπαλος

[πολυ-, πολύς + παιπάλη, fine flour, fig. of subtlety or wiliness.]

Full of wiles, crafty : φοίνικες Od. 15.419.

ShortDef

exceeding crafty

Debugging

Headword:
πολυπαίπαλος
Headword (normalized):
πολυπαίπαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυπαιπαλος
IDX:
7918
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7919
Key:

Data

{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + παιπάλη, fine flour, fig. of subtlety or wiliness.]</p> <p>Full of wiles, crafty : φοίνικες Od. 15.419.</p>'}