Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολύκμητος
πολύκνημος
πολυκοιρανίη
πολυκτήμων
πολυλήϊος
πολύλλιστος
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμνήστη
πολύμυθος
πολυπαίπαλος
πολυπάμων
πολυπενθής
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
πολύπλαγκτος
πολύπτυχος
πολύπυρος
πολύρρην
View word page
πολυμνήστη
fem. adj.
[πολυ-, πολύς + μνάομαι.]
ShortDef
much courted
Debugging
Headword:
πολυμνήστη
Headword (normalized):
πολυμνήστη
Headword (normalized/stripped):
πολυμνηστη
IDX:
7916
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7917
Key:
Data
{'content': '<p>fem. adj.</p> <p>[πολυ-, πολύς + μνάομαι.]</p>'}