Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολυκοιρανίη
πολυκτήμων
πολυλήϊος
πολύλλιστος
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμνήστη
πολύμυθος
πολυπαίπαλος
πολυπάμων
πολυπενθής
πολυπῖδαξ
πολύπικρος
View word page
πολύμηλος

[πολυ-, πολύς + μῆλον1.]

Rich in sheep or goats Il. 2.705, Il. 14.490.

Of a place Il. 2.605.

ShortDef

Polymelus
with many sheep

Debugging

Headword:
πολύμηλος
Headword (normalized):
πολύμηλος
Headword (normalized/stripped):
πολυμηλος
IDX:
7912
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7913
Key:

Data

{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + μῆλον1.]</p> <p>Rich in sheep or goats Il. 2.705, Il. 14.490.</p> <p>Of a place Il. 2.605.</p>'}