Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολύκεστος
πολυκηδής
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολυκοιρανίη
πολυκτήμων
πολυλήϊος
πολύλλιστος
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμνήστη
πολύμυθος
πολυπαίπαλος
πολυπάμων
πολυπενθής
View word page
πολυλήϊος
[πολυ-, πολύς + λήϊον.]
ShortDef
with many grainfields
Debugging
Headword:
πολυλήϊος
Headword (normalized):
πολυλήϊος
Headword (normalized/stripped):
πολυληιος
IDX:
7910
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7911
Key:
Data
{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + λήϊον.]</p>'}