Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολυκερδής
πολύκεστος
πολυκηδής
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολυκοιρανίη
πολυκτήμων
πολυλήϊος
πολύλλιστος
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμνήστη
πολύμυθος
πολυπαίπαλος
πολυπάμων
View word page
πολυκτήμων

[πολυ-, πολύς + κτῆμα.]

ShortDef

with many possessions, exceeding rich

Debugging

Headword:
πολυκτήμων
Headword (normalized):
πολυκτήμων
Headword (normalized/stripped):
πολυκτημων
IDX:
7909
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7910
Key:

Data

{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + κτῆμα.]</p>'}