Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολύϊππος
πολυκαγκής
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκεστος
πολυκηδής
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολυκοιρανίη
πολυκτήμων
πολυλήϊος
πολύλλιστος
πολύμηλος
πολύμητις
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
View word page
πολύκλυστος
[πολυ-, πολύς + κλύζω.]
ShortDef
much-dashing
Debugging
Headword:
πολύκλυστος
Headword (normalized):
πολύκλυστος
Headword (normalized/stripped):
πολυκλυστος
IDX:
7905
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7906
Key:
Data
{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + κλύζω.]</p>'}