Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυκαγκής
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκεστος
πολυκηδής
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολυκοιρανίη
πολυκτήμων
πολυλήϊος
πολύλλιστος
πολύμηλος
πολύμητις
View word page
πολύκληρος
[πολυ-, πολύς + κλῆρος 3.]
Owning much land, wealthy Od. 14.211.
ShortDef
of a large lot, with a large portion
Debugging
Headword:
πολύκληρος
Headword (normalized):
πολύκληρος
Headword (normalized/stripped):
πολυκληρος
IDX:
7903
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7904
Key:
Data
{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + κλῆρος 3.]</p> <p>Owning much land, wealthy Od. 14.211.</p>'}