Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυκαγκής
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκεστος
πολυκηδής
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
πολυκοιρανίη
πολυκτήμων
πολυλήϊος
View word page
πολύκεστος

[πολυ-, πολύς + κεστός.]

ShortDef

well-stitched

Debugging

Headword:
πολύκεστος
Headword (normalized):
πολύκεστος
Headword (normalized/stripped):
πολυκεστος
IDX:
7900
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7901
Key:

Data

{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + κεστός.]</p>'}