Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολύδωρος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυκαγκής
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκεστος
πολυκηδής
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκητος
πολύκλυστος
πολύκμητος
πολύκνημος
View word page
πολύκαρπος
-ον
[πολυ-, πολύς + καρπός1].
Bearing much fruit, fruitful : ἀλωή Od. 6.122. Cf. Od. 24.221.
ShortDef
rich in fruit
Debugging
Headword:
πολύκαρπος
Headword (normalized):
πολύκαρπος
Headword (normalized/stripped):
πολυκαρπος
IDX:
7897
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7898
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + καρπός1].</p> <p>Bearing much fruit, fruitful : ἀλωή Od. 6.122. Cf. Od. 24.221.</p>'}