Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολύδεσμος
πολυδίψιος
πολύδωρος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυκαγκής
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκεστος
πολυκηδής
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκητος
πολύκλυστος
View word page
πολύϊππος
[πολυ-, πολύς + ἵππος.]
ShortDef
rich in horses
Debugging
Headword:
πολύϊππος
Headword (normalized):
πολύϊππος
Headword (normalized/stripped):
πολυιππος
IDX:
7895
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7896
Key:
Data
{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + ἵππος.]</p>'}