Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολυδένδρεος
πολύδεσμος
πολυδίψιος
πολύδωρος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυκαγκής
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκεστος
πολυκηδής
πολυκλήϊς
πολύκληρος
πολύκητος
View word page
πολύϊδρις

[πολυ-, πολύς + (ϝ)ιδ-, οἶδα. See εἴδω C.]

Very shrewd or astute Od. 15.459, Od. 23.82.

ShortDef

of much knowledge, wisdom

Debugging

Headword:
πολύϊδρις
Headword (normalized):
πολύϊδρις
Headword (normalized/stripped):
πολυιδρις
IDX:
7894
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7895
Key:

Data

{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + (ϝ)ιδ-, οἶδα. See εἴδω C.]</p> <p>Very shrewd or astute Od. 15.459, Od. 23.82.</p>'}