Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολυδειράς
πολυδένδρεος
πολύδεσμος
πολυδίψιος
πολύδωρος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυκαγκής
πολύκαρπος
πολυκερδείη
πολυκερδής
πολύκεστος
πολυκηδής
πολυκλήϊς
πολύκληρος
View word page
πολυϊδρείη
-ης
[πολύϊδρις.]
ShortDef
much knowledge, shrewdness
Debugging
Headword:
πολυϊδρείη
Headword (normalized):
πολυϊδρείη
Headword (normalized/stripped):
πολυιδρειη
IDX:
7893
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7894
Key:
Data
{'content': '<p>-ης</p> <p>[πολύϊδρις.]</p>'}