Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολυβούτης
πολυγηθής
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδειράς
πολυδένδρεος
πολύδεσμος
πολυδίψιος
πολύδωρος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
πολύϊππος
πολυκαγκής
πολύκαρπος
View word page
πολύδωρος

-ον

[πολυ-, πολύς + δῶρον.]

Bringing (her parents) a great bride-price (cf. ἀλφεσίβοιος); or perh., bountiful (cf. ἠπιόδωρος) : ἄλοχος Il. 7.394, Il. 22.88 : Od. 24.294.

ShortDef

Polydorus
richly dowered

Debugging

Headword:
πολύδωρος
Headword (normalized):
πολύδωρος
Headword (normalized/stripped):
πολυδωρος
IDX:
7887
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7888
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + δῶρον.]</p> <p>Bringing (her parents) a great bride-price (cf. ἀλφεσίβοιος); or perh., bountiful (cf. ἠπιόδωρος) : ἄλοχος Il. 7.394, Il. 22.88 : Od. 24.294.</p>'}