Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολύαρνι
πολυβενθής
πολύβουλος
πολυβούτης
πολυγηθής
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδειράς
πολυδένδρεος
πολύδεσμος
πολυδίψιος
πολύδωρος
πολύζυγος
πολυηγερής
πολυήρατος
πολυηχής
πολυθαρσής
πολυϊδρείη
πολύϊδρις
View word page
πολυδένδρεος

[πολυ-, πολύς + δένδρεον.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυδένδρεος
Headword (normalized):
πολυδένδρεος
Headword (normalized/stripped):
πολυδενδρεος
IDX:
7884
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7885
Key:

Data

{'content': '<p>[πολυ-, πολύς + δένδρεον.]</p>'}