Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολύς
πολύαινος
πολυάιξ
πολυανθής
πολυάρητος
πολύαρνι
πολυβενθής
πολύβουλος
πολυβούτης
πολυγηθής
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδειράς
πολυδένδρεος
πολύδεσμος
πολυδίψιος
πολύδωρος
πολύζυγος
πολυηγερής
View word page
πολυδαίδαλος
-ον
[πολυ-, πολύς + δαίδαλον.]
ShortDef
much wrought, richly dight
Debugging
Headword:
πολυδαίδαλος
Headword (normalized):
πολυδαίδαλος
Headword (normalized/stripped):
πολυδαιδαλος
IDX:
7879
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7880
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + δαίδαλον.]</p>'}