Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πόλις
πολιτης
πολλάκις
πολύς
πολύαινος
πολυάιξ
πολυανθής
πολυάρητος
πολύαρνι
πολυβενθής
πολύβουλος
πολυβούτης
πολυγηθής
πολυδαίδαλος
πολυδάκρυος
πολύδακρυς
πολυδάκρυτος
πολυδειράς
πολυδένδρεος
πολύδεσμος
πολυδίψιος
View word page
πολύβουλος

-ον

[πολυ-, πολύς + βουλή.]

ShortDef

much-counselling

Debugging

Headword:
πολύβουλος
Headword (normalized):
πολύβουλος
Headword (normalized/stripped):
πολυβουλος
IDX:
7876
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7877
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[πολυ-, πολύς + βουλή.]</p>'}