Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιός
πόλιος
πόλις
πολιτης
πολλάκις
πολύς
πολύαινος
πολυάιξ
πολυανθής
πολυάρητος
πολύαρνι
πολυβενθής
View word page
πόλιος
genit. sing. πόλις.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πόλιος
Headword (normalized):
πόλιος
Headword (normalized/stripped):
πολιος
IDX:
7865
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7866
Key:
Data
{'content': '<p>genit. sing. πόλις.</p>'}