Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιός
πόλιος
πόλις
πολιτης
πολλάκις
πολύς
πολύαινος
πολυάιξ
πολυανθής
πολυάρητος
View word page
πολιοκρόταφος

[πολιός + κρόταφος.]

Greyheaded : γέροντας Il. 8.518.

ShortDef

with gray hair on the temples

Debugging

Headword:
πολιοκρόταφος
Headword (normalized):
πολιοκρόταφος
Headword (normalized/stripped):
πολιοκροταφος
IDX:
7863
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7864
Key:

Data

{'content': '<p>[πολιός + κρόταφος.]</p> <p>Greyheaded : γέροντας Il. 8.518.</p>'}