Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιός
πόλιος
πόλις
πολιτης
πολλάκις
πολύς
πολύαινος
πολυάιξ
View word page
πολιήτης

ὁ.

= πολίτης: κοσμησάμενος πολιήτας (the men of his own city) Il. 2.806.

ShortDef

a citizen

Debugging

Headword:
πολιήτης
Headword (normalized):
πολιήτης
Headword (normalized/stripped):
πολιητης
IDX:
7861
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7862
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ.</p> <p>= πολίτης: κοσμησάμενος πολιήτας (the men of his own city) Il. 2.806.</p>'}