Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιός
πόλιος
πόλις
πολιτης
πολλάκις
πολύς
πολύαινος
View word page
πολίζω
[πόλις.]
1 pl. aor. πολίσσαμεν Il. 6.453.
3 sing. plupf. pass. πεπόλιστο Od. 3.217.
ShortDef
to build a city, to build
Debugging
Headword:
πολίζω
Headword (normalized):
πολίζω
Headword (normalized/stripped):
πολιζω
IDX:
7860
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7861
Key:
Data
{'content': '<p>[πόλις.]</p> <p>1 pl. aor. πολίσσαμεν Il. 6.453.</p> <p>3 sing. plupf. pass. πεπόλιστο Od. 3.217.</p>'}