Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πόλεις
πολεμήϊος
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιός
πόλιος
πόλις
πολιτης
πολλάκις
View word page
πόληος

genit. sing. πόλις.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πόληος
Headword (normalized):
πόληος
Headword (normalized/stripped):
ποληος
IDX:
7858
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7859
Key:

Data

{'content': '<p>genit. sing. πόλις.</p>'}