Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πολεῖς
πόλεις
πολεμήϊος
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιός
πόλιος
πόλις
πολιτης
View word page
πολεύω

[cf. πωλέομαι.]

ShortDef

to turn about

Debugging

Headword:
πολεύω
Headword (normalized):
πολεύω
Headword (normalized/stripped):
πολευω
IDX:
7857
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7858
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. πωλέομαι.]</p>'}