Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ποιπνύω
πόκος
πολέες
πολεῖς
πόλεις
πολεμήϊος
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
πολιός
View word page
πολέος
genit. sing. πολύς.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολέος
Headword (normalized):
πολέος
Headword (normalized/stripped):
πολεος
IDX:
7854
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7855
Key:
Data
{'content': '<p>genit. sing. πολύς.</p>'}