Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποῖος
ποιπνύω
πόκος
πολέες
πολεῖς
πόλεις
πολεμήϊος
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
πολιοκρόταφος
View word page
πόλεμος

-ου, πτόλεμος, -ου, ὁ.

ShortDef

battle, fight, war

Debugging

Headword:
πόλεμος
Headword (normalized):
πόλεμος
Headword (normalized/stripped):
πολεμος
IDX:
7853
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7854
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, πτόλεμος, -ου, ὁ.</p>'}