Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποινή
ποῖος
ποιπνύω
πόκος
πολέες
πολεῖς
πόλεις
πολεμήϊος
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
πόλινδε
View word page
πόλεμόνδε

πτόλεμόνδε 400.

[Acc. of πόλεμος + -δε 1.]

ShortDef

to the war, into the fight

Debugging

Headword:
πόλεμόνδε
Headword (normalized):
πόλεμόνδε
Headword (normalized/stripped):
πολεμονδε
IDX:
7852
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7853
Key:

Data

{'content': '<p>πτόλεμόνδε 400.</p> <p>[Acc. of πόλεμος + -δε 1.]</p>'}