Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποιμνήϊος
ποινή
ποῖος
ποιπνύω
πόκος
πολέες
πολεῖς
πόλεις
πολεμήϊος
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
πόλιες
πολίζω
πολιήτης
View word page
πολεμιστής

ὁ. πτολεμιστής Hom. Il. 22.132.

[πολεμίζω.]

ShortDef

a warrior, combatant

Debugging

Headword:
πολεμιστής
Headword (normalized):
πολεμιστής
Headword (normalized/stripped):
πολεμιστης
IDX:
7851
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7852
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ. πτολεμιστής Hom. Il. 22.132.</p> <p>[πολεμίζω.]</p>'}