Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ποιμαίνω
ποιμήν
ποίμνη
ποιμνήϊος
ποινή
ποῖος
ποιπνύω
πόκος
πολέες
πολεῖς
πόλεις
πολεμήϊος
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
πολεύω
πόληος
View word page
πόλεις
acc. pl. πόλις.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πόλεις
Headword (normalized):
πόλεις
Headword (normalized/stripped):
πολεις
IDX:
7848
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7849
Key:
Data
{'content': '<p>acc. pl. πόλις.</p>'}