Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποικιλομήτης
ποικίλος
ποιμαίνω
ποιμήν
ποίμνη
ποιμνήϊος
ποινή
ποῖος
ποιπνύω
πόκος
πολέες
πολεῖς
πόλεις
πολεμήϊος
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
πόλεος
πολέσ̔σ̓ι
View word page
πολέες

nom. pl. πολύς.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολέες
Headword (normalized):
πολέες
Headword (normalized/stripped):
πολεες
IDX:
7846
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7847
Key:

Data

{'content': '<p>nom. pl. πολύς.</p>'}