Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλομήτης
ποικίλος
ποιμαίνω
ποιμήν
ποίμνη
ποιμνήϊος
ποινή
ποῖος
ποιπνύω
πόκος
πολέες
πολεῖς
πόλεις
πολεμήϊος
πολεμίζω
πολεμιστής
πόλεμόνδε
πόλεμος
πολέος
View word page
ποιπνύω

[prob. fr. πνυ-. See πέπνυμαι.]

ShortDef

to be out of breath

Debugging

Headword:
ποιπνύω
Headword (normalized):
ποιπνύω
Headword (normalized/stripped):
ποιπνυω
IDX:
7844
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7845
Key:

Data

{'content': '<p>[prob. fr. πνυ-. See πέπνυμαι.]</p>'}