Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πόθος
ποιέω
ποίη
ποιήεις
ποιητός
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλομήτης
ποικίλος
ποιμαίνω
ποιμήν
ποίμνη
ποιμνήϊος
ποινή
ποῖος
ποιπνύω
πόκος
πολέες
πολεῖς
πόλεις
πολεμήϊος
View word page
ποιμήν

-ένος, ὁ.

ShortDef

herdsman, shepherd

Debugging

Headword:
ποιμήν
Headword (normalized):
ποιμήν
Headword (normalized/stripped):
ποιμην
IDX:
7839
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7840
Key:

Data

{'content': '<p>-ένος, ὁ.</p>'}