Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποθέω
ποθή
πόθι
ποθι
πόθος
ποιέω
ποίη
ποιήεις
ποιητός
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλομήτης
ποικίλος
ποιμαίνω
ποιμήν
ποίμνη
ποιμνήϊος
ποινή
ποῖος
ποιπνύω
πόκος
View word page
ποίκιλμα

τό.

ShortDef

a broidered stuff, brocade

Debugging

Headword:
ποίκιλμα
Headword (normalized):
ποίκιλμα
Headword (normalized/stripped):
ποικιλμα
IDX:
7835
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7836
Key:

Data

{'content': '<p>τό.</p>'}