Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδώκεια
ποδώκης
πόθεν
ποθεν
ποθέω
ποθή
πόθι
ποθι
πόθος
ποιέω
ποίη
ποιήεις
ποιητός
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλομήτης
ποικίλος
ποιμαίνω
ποιμήν
View word page
πόθος

-ου, ὁ

[cf. ποθή.]

= ποθή 1 Il. 17.439 : Od. 4.596, Od. 11.202 (mourning for you), Od. 14.144.

ShortDef

a longing, yearning, fond desire

Debugging

Headword:
πόθος
Headword (normalized):
πόθος
Headword (normalized/stripped):
ποθος
IDX:
7829
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7830
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[cf. ποθή.]</p> <p>= ποθή 1 Il. 17.439 : Od. 4.596, Od. 11.202 (mourning for you), Od. 14.144.</p>'}