Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεύμων
πνέω
πνοή
ποδάνιπτρα
ποδάρκης
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδώκεια
ποδώκης
πόθεν
ποθεν
ποθέω
ποθή
πόθι
ποθι
πόθος
ποιέω
ποίη
View word page
ποδώκεια
-ης, ἡ
[ποδώκης.]
ShortDef
swiftness of foot
Debugging
Headword:
ποδώκεια
Headword (normalized):
ποδώκεια
Headword (normalized/stripped):
ποδωκεια
IDX:
7821
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7822
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ποδώκης.]</p>'}