Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλόος
πλοῦτος
πλοχμός
πλυνός
πλύνω
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεύμων
πνέω
πνοή
ποδάνιπτρα
ποδάρκης
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδώκεια
ποδώκης
πόθεν
ποθεν
ποθέω
ποθή
View word page
πνοή

-ῆς, ἡ

[πνέω.]

ShortDef

a blowing, blast, breeze

Debugging

Headword:
πνοή
Headword (normalized):
πνοή
Headword (normalized/stripped):
πνοη
IDX:
7816
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7817
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[πνέω.]</p>'}