πνέω
(πνέϝω.)
Also πνείω.
3 sing. aor. ἔπνευσε Il. 24.442.
3 sing. subj. πνεύσῃ Il. 19.159.
(ἀναπνέω, ἀποπνείω, ἐμπνέω, ἐπιπνέω, παραπνέω).
(πνέϝω.)
Also πνείω.
3 sing. aor. ἔπνευσε Il. 24.442.
3 sing. subj. πνεύσῃ Il. 19.159.
(ἀναπνέω, ἀποπνείω, ἐμπνέω, ἐπιπνέω, παραπνέω).