Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλόκαμος
πλόος
πλοῦτος
πλοχμός
πλυνός
πλύνω
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεύμων
πνέω
πνοή
ποδάνιπτρα
ποδάρκης
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδώκεια
ποδώκης
πόθεν
ποθεν
ποθέω
View word page
πνέω

(πνέϝω.)

Also πνείω.

3 sing. aor. ἔπνευσε Il. 24.442.

3 sing. subj. πνεύσῃ Il. 19.159.

(ἀναπνέω, ἀποπνείω, ἐμπνέω, ἐπιπνέω, παραπνέω).

ShortDef

to blow

Debugging

Headword:
πνέω
Headword (normalized):
πνέω
Headword (normalized/stripped):
πνεω
IDX:
7815
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7816
Key:

Data

{'content': '<p>(πνέϝω.)</p> <p>Also πνείω.</p> <p>3 sing. aor. ἔπνευσε Il. 24.442.</p> <p>3 sing. subj. πνεύσῃ Il. 19.159.</p> <p>(ἀναπνέω, ἀποπνείω, ἐμπνέω, ἐπιπνέω, παραπνέω).</p>'}