Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πλησίος
πλησίστιος
πλήσσω
πλῆτο
πλῆτο
πλίσσομαι
πλόκαμος
πλόος
πλοῦτος
πλοχμός
πλυνός
πλύνω
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεύμων
πνέω
πνοή
ποδάνιπτρα
ποδάρκης
ποδηνεκής
View word page
πλυνός
-οῦ, ὁ
[πλύνω.]
ShortDef
a washing place; trough, basin
Debugging
Headword:
πλυνός
Headword (normalized):
πλυνός
Headword (normalized/stripped):
πλυνος
IDX:
7809
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7810
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[πλύνω.]</p>'}