Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆσε
πλησίος
πλησίστιος
πλήσσω
πλῆτο
πλῆτο
πλίσσομαι
πλόκαμος
πλόος
πλοῦτος
πλοχμός
πλυνός
πλύνω
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεύμων
πνέω
View word page
πλόκαμος
-ου, ὁ
[πλέκω.]
ShortDef
a lock
Debugging
Headword:
πλόκαμος
Headword (normalized):
πλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
πλοκαμος
IDX:
7805
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7806
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[πλέκω.]</p>'}