Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆσε
πλησίος
πλησίστιος
πλήσσω
πλῆτο
πλῆτο
πλίσσομαι
πλόκαμος
πλόος
πλοῦτος
πλοχμός
πλυνός
πλύνω
πλωτός
πλώω
πνείω
πνεύμων
View word page
πλίσσομαι

Of mules, app., to prance along : εὖ πλίσσοντο πόδεσσιν Od. 7.318.

ShortDef

to cross the legs

Debugging

Headword:
πλίσσομαι
Headword (normalized):
πλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
πλισσομαι
IDX:
7804
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7805
Key:

Data

{'content': '<p>Of mules, app., to prance along : εὖ πλίσσοντο πόδεσσιν Od. 7.318.</p>'}