Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλημυρίς
πλήν
πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆσε
πλησίος
πλησίστιος
πλήσσω
πλῆτο
πλῆτο
πλίσσομαι
πλόκαμος
πλόος
πλοῦτος
πλοχμός
πλυνός
πλύνω
πλωτός
πλώω
View word page
πλῆτο

3 sing. aor. pass πελάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλῆτο
Headword (normalized):
πλῆτο
Headword (normalized/stripped):
πλητο
IDX:
7802
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7803
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. pass πελάζω.</p>'}