Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πληκτίζομαι
πλήμνη
πλημυρίς
πλήν
πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆσε
πλησίος
πλησίστιος
πλήσσω
πλῆτο
πλῆτο
πλίσσομαι
πλόκαμος
πλόος
πλοῦτος
πλοχμός
πλυνός
πλύνω
View word page
πλησίστιος

[πλησ-, πίμπλημι + ἱστίον.]

ShortDef

filling the sails

Debugging

Headword:
πλησίστιος
Headword (normalized):
πλησίστιος
Headword (normalized/stripped):
πλησιστιος
IDX:
7800
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7801
Key:

Data

{'content': '<p>[πλησ-, πίμπλημι + ἱστίον.]</p>'}