Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄγκιστρον
ἀγκλίνας
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκρεμάννυμι
ἀγκυλομήτης
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκών
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐη
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαός
ἀγνοέω
ἁγνός
ἄγνυμι
ἀγνώς
ἀγνώσασκε
ἄγνωστος
ἀγξηραίνω
View word page
ἀγλαΐζομαι
[ἀγλαός.]
Fut. infin. ἀγλαϊεῖσθαι. (ἐπ-)
ShortDef
adorn oneself with
Debugging
Headword:
ἀγλαΐζομαι
Headword (normalized):
ἀγλαΐζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγλαιζομαι
IDX:
77
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.78
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀγλαός.]</p> <p>Fut. infin. ἀγλαϊεῖσθαι. (ἐπ-)</p>'}