Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πληθύς
πλήθω
πληκτίζομαι
πλήμνη
πλημυρίς
πλήν
πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆσε
πλησίος
πλησίστιος
πλήσσω
πλῆτο
πλῆτο
πλίσσομαι
πλόκαμος
πλόος
πλοῦτος
πλοχμός
View word page
πλῆσε
3 sing. aor. πίμπλημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλῆσε
Headword (normalized):
πλῆσε
Headword (normalized/stripped):
πλησε
IDX:
7798
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7799
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. πίμπλημι.</p>'}