Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλῆθος
πληθύς
πλήθω
πληκτίζομαι
πλήμνη
πλημυρίς
πλήν
πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆσε
πλησίος
πλησίστιος
πλήσσω
πλῆτο
πλῆτο
πλίσσομαι
πλόκαμος
πλόος
πλοῦτος
View word page
πλήξιππος

[πληξ-, πλήσσω + ἵππος.]

ShortDef

striking

Debugging

Headword:
πλήξιππος
Headword (normalized):
πλήξιππος
Headword (normalized/stripped):
πληξιππος
IDX:
7797
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7798
Key:

Data

{'content': '<p>[πληξ-, πλήσσω + ἵππος.]</p>'}