Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλέων
πληγή
πλήγη
πλῆθος
πληθύς
πλήθω
πληκτίζομαι
πλήμνη
πλημυρίς
πλήν
πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆσε
πλησίος
πλησίστιος
πλήσσω
πλῆτο
πλῆτο
πλίσσομαι
View word page
πλῆντο

3 pl. aor. pass. πελάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλῆντο
Headword (normalized):
πλῆντο
Headword (normalized/stripped):
πληντο
IDX:
7794
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7795
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. pass. πελάζω.</p>'}