Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
πλέκω
πλέος
πλευρά
πλευραί
πλέω
πλέων
πληγή
πλήγη
πλῆθος
πληθύς
πλήθω
πληκτίζομαι
πλήμνη
πλημυρίς
πλήν
πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆσε
πλησίος
View word page
πλήθω
[πλη-, πίμπλημι.]
ShortDef
to be or become full
Debugging
Headword:
πλήθω
Headword (normalized):
πλήθω
Headword (normalized/stripped):
πληθω
IDX:
7789
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7790
Key:
Data
{'content': '<p>[πλη-, πίμπλημι.]</p>'}