Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

πλεκτός
πλέκω
πλέος
πλευρά
πλευραί
πλέω
πλέων
πληγή
πλήγη
πλῆθος
πληθύς
πλήθω
πληκτίζομαι
πλήμνη
πλημυρίς
πλήν
πλῆντο
πλῆντο
πλῆξα
πλήξιππος
πλῆσε
View word page
πληθύς

-ύος, ἡ

[πλη-, πίμπλημι.]

ShortDef

fulness, a throng, a crowd

Debugging

Headword:
πληθύς
Headword (normalized):
πληθύς
Headword (normalized/stripped):
πληθυς
IDX:
7788
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.7789
Key:

Data

{'content': '<p>-ύος, ἡ</p> <p>[πλη-, πίμπλημι.]</p>'}